Αδυναμία στα λιθουανικά
Μετάφραση: αδυναμία, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
silpnumas, trūkumas, silpnumą, silpnumo, silpnybė
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδυναμία
αδυναμία μου - μανώλης λιδάκης, αδυναμία συνώνυμο, αδυναμία σύνδεσης με τον πραγματικό ιστότοπο www.google.com, αδυναμία σύνδεσης με τον πραγματικό ιστότοπο twitter.com, αδυναμία σύνδεσης με τον πραγματικό ιστότοπο, αδυναμία λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αδυναμία στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αδρανής στα λιθουανικά - neveiklus, neaktyvi, neaktyvus, neaktyvūs, neaktyviu
- αδρός στα λιθουανικά - šiurkštus, rupus, stambus, grubus, šiurkščiavilnių
- αδυνατίζω στα λιθουανικά - lieknas, plonas, silpninti, Wycieńczać, silpninti czyjeś jėgos, Smukimą
- αδύναμος στα λιθουανικά - silpnas, menkas, trapus, keblus, subtilus, silpna, silpni, ...
Τυχαίες λέξεις
Αδυναμία στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: silpnumas, trūkumas, silpnumą, silpnumo, silpnybė
Μεταφράσεις: silpnumas, trūkumas, silpnumą, silpnumo, silpnybė