Αδυναμία στα ιταλικά
Μετάφραση: αδυναμία, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
debole, debolezza, la debolezza, debolezze, di debolezza
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδυναμία
αδυναμία μου - μανώλης λιδάκης, αδυναμία συνώνυμο, αδυναμία σύνδεσης με τον πραγματικό ιστότοπο www.google.com, αδυναμία σύνδεσης με τον πραγματικό ιστότοπο twitter.com, αδυναμία σύνδεσης με τον πραγματικό ιστότοπο, αδυναμία λεξικό γλώσσας ιταλικά, αδυναμία στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- αδρανής στα ιταλικά - inerte, pigro, ozioso, inutile, passivo, inattivo, inattiva, ...
- αδρός στα ιταλικά - profuso, grossolano, grossolani, grossolana, grezzo, coarse
- αδυνατίζω στα ιταλικά - dimagrire, esile, sottile, magro, snello, snellire, debilitare, ...
- αδύναμος στα ιταλικά - fragile, gracile, fiacco, labile, debole, fioco, fievole, ...
Τυχαίες λέξεις
Αδυναμία στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: debole, debolezza, la debolezza, debolezze, di debolezza
Μεταφράσεις: debole, debolezza, la debolezza, debolezze, di debolezza