Αδυναμία στα τούρκικα

Μετάφραση: αδυναμία, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
zayıflık, zayıflığı, halsizlik, güçsüzlük, güçsüzlüğü
Αδυναμία στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδυναμία

αδυναμία μου - μανώλης λιδάκης, αδυναμία συνώνυμο, αδυναμία σύνδεσης με τον πραγματικό ιστότοπο www.google.com, αδυναμία σύνδεσης με τον πραγματικό ιστότοπο twitter.com, αδυναμία σύνδεσης με τον πραγματικό ιστότοπο, αδυναμία λεξικό γλώσσας τούρκικα, αδυναμία στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • αδρανής στα τούρκικα - aylak, işsiz, boş, pasif, inaktif, etkin olmayan, aktif olmayan, ...
  • αδρός στα τούρκικα - kaba, iri, kalın, iri taneli
  • αδυνατίζω στα τούρκικα - zayıf, ince, zayıflatmak, debilitate, güçten düşürmek, zayıflatabilirdi, zayıflatabilecek
  • αδύναμος στα τούρκικα - kuvvetsiz, donuk, zayıf, hafif, zayıf bir, zayıftır, güçsüz
Τυχαίες λέξεις
Αδυναμία στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: zayıflık, zayıflığı, halsizlik, güçsüzlük, güçsüzlüğü