Αδυναμία στα ολλανδικά

Μετάφραση: αδυναμία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zwakte, zwakheid, zwakke, zwak, zwak punt
Αδυναμία στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδυναμία

αδυναμία μου - μανώλης λιδάκης, αδυναμία συνώνυμο, αδυναμία σύνδεσης με τον πραγματικό ιστότοπο www.google.com, αδυναμία σύνδεσης με τον πραγματικό ιστότοπο twitter.com, αδυναμία σύνδεσης με τον πραγματικό ιστότοπο, αδυναμία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αδυναμία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αδρανής στα ολλανδικά - traag, bewegingloos, energieloos, lui, inactief, inactieve, actief, ...
  • αδρός στα ολλανδικά - grof, grove, ruwe, ruw
  • αδυνατίζω στα ολλανδικά - schraal, tenger, sprietig, slank, dun, mager, luchtig, ...
  • αδύναμος στα ολλανδικά - broos, uitgeleefd, gammel, breekbaar, fragiel, bouwvallig, zwak, ...
Τυχαίες λέξεις
Αδυναμία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: zwakte, zwakheid, zwakke, zwak, zwak punt