Αδυναμία στα ουγγρικά

Μετάφραση: αδυναμία, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyengeség, gyengesége, gyenge, gyengeséget, gyengeségét
Αδυναμία στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδυναμία

αδυναμία μου - μανώλης λιδάκης, αδυναμία συνώνυμο, αδυναμία σύνδεσης με τον πραγματικό ιστότοπο www.google.com, αδυναμία σύνδεσης με τον πραγματικό ιστότοπο twitter.com, αδυναμία σύνδεσης με τον πραγματικό ιστότοπο, αδυναμία λεξικό γλώσσας ουγγρικά, αδυναμία στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • αδρανής στα ουγγρικά - inert, lusta, renyhe, indifferens, tétlen, inaktív, inaktívak, ...
  • αδρός στα ουγγρικά - durva, a durva, durvább
  • αδυνατίζω στα ουγγρικά - elgyöngít, aláássák
  • αδύναμος στα ουγγρικά - gyönge, gyékénykosár, gyenge, a gyenge, gyengék, gyengének
Τυχαίες λέξεις
Αδυναμία στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: gyengeség, gyengesége, gyenge, gyengeséget, gyengeségét