Αδυναμία στα ισλανδικά

Μετάφραση: αδυναμία, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
veikleiki, máttleysi, slappleiki, veikleika, þróttleysi
Αδυναμία στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδυναμία

αδυναμία μου - μανώλης λιδάκης, αδυναμία συνώνυμο, αδυναμία σύνδεσης με τον πραγματικό ιστότοπο www.google.com, αδυναμία σύνδεσης με τον πραγματικό ιστότοπο twitter.com, αδυναμία σύνδεσης με τον πραγματικό ιστότοπο, αδυναμία λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αδυναμία στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • αδρανής στα ισλανδικά - iðjalaus, óvirkt, óvirk, óvirkur, óvirk við, óvirkar
  • αδρός στα ισλανδικά - gróft, grófur, gróf, grófa, grófgert
  • αδυνατίζω στα ισλανδικά - grannur, debilitate
  • αδύναμος στα ισλανδικά - þróttlítill, daufur, kraftalaus, veikt, veik, slakur, veikburða, ...
Τυχαίες λέξεις
Αδυναμία στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: veikleiki, máttleysi, slappleiki, veikleika, þróttleysi