Αλάτι στα δανικά

Μετάφραση: αλάτι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
salte, salt, saltet
Αλάτι στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αλάτι

αλάτι και πιπέρι, αλάτι ρίγανη θεσσαλονίκη, αλάτι και πιπέρι περιοδικό, αλάτι ιμαλαϊων ιδιότητες, αλάτι μεσολογγίου, αλάτι λεξικό γλώσσας δανικά, αλάτι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αλάθητος στα δανικά - idiotsikker, idiotsikkert, idiotsikre, idiotsikret, foolproof
  • αλάνθαστος στα δανικά - ufejlbarlig, ufejlbarlige, ufejlbarligt, ufejlbar
  • αλέθω στα δανικά - male, fabrik, grind, trummerum, slibe, formaling
  • αλέτρι στα δανικά - pløje, plov, ploven, plow, plovens, plough
Τυχαίες λέξεις
Αλάτι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: salte, salt, saltet