Αλάτι στα ολλανδικά
Μετάφραση: αλάτι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gezouten, zout, pekelen, zouten, zoute, het zout, salt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αλάτι
αλάτι και πιπέρι, αλάτι ρίγανη θεσσαλονίκη, αλάτι και πιπέρι περιοδικό, αλάτι ιμαλαϊων ιδιότητες, αλάτι μεσολογγίου, αλάτι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αλάτι στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αλάθητος στα ολλανδικά - foolproof, onfeilbaar, waterdicht, bedrijfszeker, bedrijfszekere
- αλάνθαστος στα ολλανδικά - onfeilbaar, onfeilbare, onfeilbaar is, feilloos, feilloze
- αλέθω στα ολλανδικά - molen, knarsen, metaalfabriek, piepen, arbeiden, slijpen, vermalen, ...
- αλέτρι στα ολλανδικά - omploegen, ploeg, doorploegen, ploegen, plough, plow
Τυχαίες λέξεις
Αλάτι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gezouten, zout, pekelen, zouten, zoute, het zout, salt
Μεταφράσεις: gezouten, zout, pekelen, zouten, zoute, het zout, salt