Αλάτι στα ρωσικά
Μετάφραση: αλάτι, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
копи, соль, изюминка, соли, солью, солей
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αλάτι
αλάτι και πιπέρι, αλάτι ρίγανη θεσσαλονίκη, αλάτι και πιπέρι περιοδικό, αλάτι ιμαλαϊων ιδιότητες, αλάτι μεσολογγίου, αλάτι λεξικό γλώσσας ρωσικά, αλάτι στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- αλάθητος στα ρωσικά - безукоризненный, беспорочный, безупречный, безошибочный, безотказный, надежный, безопасный, ...
- αλάνθαστος στα ρωσικά - верный, надежный, непогрешимый, безошибочный, непогрешимым, непогрешим, непогрешимыми, ...
- αλέθω στα ρωσικά - толочь, острить, предприятие, гуртить, размолоть, мельник, заострить, ...
- αλέτρι στα ρωσικά - запахать, вспахивать, сошник, взрывать, бороздить, пропахивать, пашня, ...
Τυχαίες λέξεις
Αλάτι στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: копи, соль, изюминка, соли, солью, солей
Μεταφράσεις: копи, соль, изюминка, соли, солью, солей