Ανοσία στα δανικά
Μετάφραση: ανοσία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
immunitet, immuniteten, bødefritagelse, immunitet over
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανοσία
ανοσία στο τοξόπλασμα, ανοσία ορισμός, ανοσία συνώνυμο, ανοσία ppt, ανοσία λεξικο, ανοσία λεξικό γλώσσας δανικά, ανοσία στα δανικά
Μεταφράσεις
- ανοξείδωτος στα δανικά - rustfri, rustfrit, af rustfrit, i rustfrit, rustfrie
- ανοράκ στα δανικά - anorakker, vindjakker, til anorakker
- ανοχή στα δανικά - tolerance, tolerancen, tolerance over
- ανούσιος στα δανικά - usmagelige, ækle, misliebige, usmagelig, usmageligt
Τυχαίες λέξεις
Ανοσία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: immunitet, immuniteten, bødefritagelse, immunitet over
Μεταφράσεις: immunitet, immuniteten, bødefritagelse, immunitet over