Ανοσία στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: ανοσία, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
имунитет, имунитетот, на имунитетот, отпорност, имунитетот на
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανοσία
ανοσία στο τοξόπλασμα, ανοσία ορισμός, ανοσία συνώνυμο, ανοσία ppt, ανοσία λεξικο, ανοσία λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ανοσία στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- ανοξείδωτος στα σλαβομακεδονικά - нерѓосувачки, од нерѓосувачки, не'рѓосувачки, од не'рѓосувачки, челик
- ανοράκ στα σλαβομακεδονικά - anoraks
- ανοχή στα σλαβομακεδονικά - толеранција, толеранцијата, на толеранција, толерантноста, толеранција на
- ανούσιος στα σλαβομακεδονικά - гаден, непријатните, безвкусен, спротивно, непринципиелен
Τυχαίες λέξεις
Ανοσία στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: имунитет, имунитетот, на имунитетот, отпорност, имунитетот на
Μεταφράσεις: имунитет, имунитетот, на имунитетот, отпорност, имунитетот на