Ανοσία στα λευκορωσικά
Μετάφραση: ανοσία, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
імунітэт
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανοσία
ανοσία στο τοξόπλασμα, ανοσία ορισμός, ανοσία συνώνυμο, ανοσία ppt, ανοσία λεξικο, ανοσία λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ανοσία στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- ανοξείδωτος στα λευκορωσικά - нержавелы, нержавеючы, нержавеючай, непадуладную, непадуладную часу
- ανοράκ στα λευκορωσικά - анораки
- ανοχή στα λευκορωσικά - талерантнасць, талерантнасьць, талеранцыя
- ανούσιος στα λευκορωσικά - непрывабны
Τυχαίες λέξεις
Ανοσία στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: імунітэт
Μεταφράσεις: імунітэт