Ανοσία στα ουκρανικά

Μετάφραση: ανοσία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вільний, звільнений, імунний, недоторканний, імунітет
Ανοσία στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανοσία

ανοσία στο τοξόπλασμα, ανοσία ορισμός, ανοσία συνώνυμο, ανοσία ppt, ανοσία λεξικο, ανοσία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ανοσία στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ανοξείδωτος στα ουκρανικά - бездоганний, чесний, незаплямований, нержавіючий, нержавіючої, нержавеющий, неіржавіючий, ...
  • ανοράκ στα ουκρανικά - анораки
  • ανοχή στα ουκρανικά - терпимість, толерантність, толерантность
  • ανούσιος στα ουκρανικά - інсинуації, непривабливий, непривабливого
Τυχαίες λέξεις
Ανοσία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: вільний, звільнений, імунний, недоторканний, імунітет