Δεσπόζω στα δανικά
Μετάφραση: δεσπόζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
overtop, ovenpå
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δεσπόζω
δεσπόζω βικιλεξικο, δεσπόζω λεξικο, θεσπίζω ορισμός, δεσπόζω ετυμολογία, δεσπόζω συνώνυμα, δεσπόζω λεξικό γλώσσας δανικά, δεσπόζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- δεσποινίς στα δανικά - pige, frøken, mademoiselle, Frøken, til Mademoiselle
- δεσποτικός στα δανικά - despot, tyran, mesterlige, mesterlig, mesterligt
- δευτερεύων στα δανικά - sekundær, sekundære, sekundært, afledte, den afledte
- δευτερόλεπτο στα δανικά - anden, andet, øjeblik, sekund, det andet
Τυχαίες λέξεις
Δεσπόζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: overtop, ovenpå
Μεταφράσεις: overtop, ovenpå