Δεσπόζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: δεσπόζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Pakilti, matyt, Pakilti virš, Pranoksta
Δεσπόζω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δεσπόζω

δεσπόζω βικιλεξικο, δεσπόζω λεξικο, θεσπίζω ορισμός, δεσπόζω ετυμολογία, δεσπόζω συνώνυμα, δεσπόζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, δεσπόζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • δεσποινίς στα λιθουανικά - mergaitė, mergina, panelė, mademoiselle
  • δεσποτικός στα λιθουανικά - despotas, tironas, autokratas, meistriškas, meistriškai, meistrišką, meistrišku, ...
  • δευτερεύων στα λιθουανικά - antrinis, antrinė, antrinės, antrinio, vidurinio
  • δευτερόλεπτο στα λιθουανικά - sekundė, antras, momentas, akimirksnis, akimirka, antra, antroji, ...
Τυχαίες λέξεις
Δεσπόζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: Pakilti, matyt, Pakilti virš, Pranoksta