Δεσπόζω στα ολλανδικά
Μετάφραση: δεσπόζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
overtreffen, overtop, overtref, erin op, te boven gaan
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δεσπόζω
δεσπόζω βικιλεξικο, δεσπόζω λεξικο, θεσπίζω ορισμός, δεσπόζω ετυμολογία, δεσπόζω συνώνυμα, δεσπόζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δεσπόζω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- δεσποινίς στα ολλανδικά - meid, meisje, misgrijpen, missen, juffrouw, mislopen, mejuffrouw, ...
- δεσποτικός στα ολλανδικά - meesterlijke, meesterlijk, magistrale, masterful, de meesterlijke
- δευτερεύων στα ολλανδικά - bijbehorend, bijkomend, bijkomstig, secundair, secundaire, voortgezet, middelbare, ...
- δευτερόλεπτο στα ολλανδικά - moment, ogenblik, seconde, wip, tijdstip, tel, steunen, ...
Τυχαίες λέξεις
Δεσπόζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: overtreffen, overtop, overtref, erin op, te boven gaan
Μεταφράσεις: overtreffen, overtop, overtref, erin op, te boven gaan