Δεσπόζω στα κροατικά

Μετάφραση: δεσπόζω, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dominantan, gospodariti, dominirati, nadvisiti, nadmašiti, štrčati iznad, što svakako
Δεσπόζω στα κροατικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δεσπόζω

δεσπόζω βικιλεξικο, δεσπόζω λεξικο, θεσπίζω ορισμός, δεσπόζω ετυμολογία, δεσπόζω συνώνυμα, δεσπόζω λεξικό γλώσσας κροατικά, δεσπόζω στα κροατικά

Μεταφράσεις

  • δεσποινίς στα κροατικά - prešutjeti, zakasniti, ispustiti, gospođica, nedostajati, upustiti, Mademoiselle, ...
  • δεσποτικός στα κροατικά - zapovjednički, samodržac, zapovijedan, tiranski, majstorski, majstorska, majstorsku, ...
  • δευτερεύων στα κροατικά - sporedni, dupli, sekundarni, sekundarna, sporedan, sekundarne, sekundarno
  • δευτερόλεπτο στα κροατικά - drugi, pomoći, pomoćnik, drugo, druga, drugog, druge
Τυχαίες λέξεις
Δεσπόζω στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: dominantan, gospodariti, dominirati, nadvisiti, nadmašiti, štrčati iznad, što svakako