Δεσπόζω στα τούρκικα
Μετάφραση: δεσπόζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
üstünlük sağlamak, üstünlük, tuşa basın, üstünlük elde, akması daha
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δεσπόζω
δεσπόζω βικιλεξικο, δεσπόζω λεξικο, θεσπίζω ορισμός, δεσπόζω ετυμολογία, δεσπόζω συνώνυμα, δεσπόζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, δεσπόζω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- δεσποινίς στα τούρκικα - kaçırmak, kız, bayan, vuramamak, matmazel, Mademoiselle, hanımefendi, ...
- δεσποτικός στα τούρκικα - ustaca, usta, ustaca bir, ustalıklı, ustalıkla
- δευτερεύων στα τούρκικα - tali, ikincil, sekonder, orta, ikinci, ortaöğretim
- δευτερόλεπτο στα τούρκικα - saniye, an, ikinci, ikinci bir
Τυχαίες λέξεις
Δεσπόζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: üstünlük sağlamak, üstünlük, tuşa basın, üstünlük elde, akması daha
Μεταφράσεις: üstünlük sağlamak, üstünlük, tuşa basın, üstünlük elde, akması daha