Διεκδίκηση στα δανικά
Μετάφραση: διεκδίκηση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
påstå, krav, ifølge krav, påstand, kravet, fordring
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διεκδίκηση
διεκδίκηση δεδουλευμένων, διεκδίκηση δεδουλευμένων μισθών, διεκδίκηση αμοιβής μηχανικού, διεκδίκηση γερμανικών αποζημιώσεων, διεκδίκηση γυναίκας, διεκδίκηση λεξικό γλώσσας δανικά, διεκδίκηση στα δανικά
Μεταφράσεις
- διεθνής στα δανικά - international, internationale, internationalt, den internationale, det internationale
- διεισδυτικός στα δανικά - Intrusive, påtrængende, indgribende, forstyrrende, Intrusiv
- διεκδικώ στα δανικά - påstå, strid, konflikt, hævde, gøre, hævder
- διεκπεραίωση στα δανικά - håndtering, behandling, håndteringen, behandlingen, handling
Τυχαίες λέξεις
Διεκδίκηση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: påstå, krav, ifølge krav, påstand, kravet, fordring
Μεταφράσεις: påstå, krav, ifølge krav, påstand, kravet, fordring