Διεκδίκηση στα τσεχικά

Μετάφραση: διεκδίκηση, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vyžadovat, žádost, nárok, žádat, tvrzení, vymáhat, tvrdit, stížnost, reklamace, požadavek, požadovat, reklamovat, pohledávka
Διεκδίκηση στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διεκδίκηση

διεκδίκηση δεδουλευμένων, διεκδίκηση δεδουλευμένων μισθών, διεκδίκηση αμοιβής μηχανικού, διεκδίκηση γερμανικών αποζημιώσεων, διεκδίκηση γυναίκας, διεκδίκηση λεξικό γλώσσας τσεχικά, διεκδίκηση στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • διεθνής στα τσεχικά - internacionál, mezistátní, internacionální, mezinárodní, International, mezinárodního, mezinárodním, ...
  • διεισδυτικός στα τσεχικά - pronikající, pronikavý, bystrý, dotěrný, Intrusive, rušivé, dotěrné, ...
  • διεκδικώ στα τσεχικά - diskuse, neshoda, žádost, spor, vymáhat, debatovat, žádat, ...
  • διεκπεραίωση στα τσεχικά - dohoda, transakce, zacházení, manipulace, manipulaci, manipulační, manipulace s
Τυχαίες λέξεις
Διεκδίκηση στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: vyžadovat, žádost, nárok, žádat, tvrzení, vymáhat, tvrdit, stížnost, reklamace, požadavek, požadovat, reklamovat, pohledávka