Διεκδίκηση στα ουγγρικά
Μετάφραση: διεκδίκηση, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
követelés, igény, igénypont, állítás, állítást
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διεκδίκηση
διεκδίκηση δεδουλευμένων, διεκδίκηση δεδουλευμένων μισθών, διεκδίκηση αμοιβής μηχανικού, διεκδίκηση γερμανικών αποζημιώσεων, διεκδίκηση γυναίκας, διεκδίκηση λεξικό γλώσσας ουγγρικά, διεκδίκηση στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- διεθνής στα ουγγρικά - nemzetközi, a nemzetközi
- διεισδυτικός στα ουγγρικά - tolakodó, Intrusive, beavatkozó, intruzív, zavaró
- διεκδικώ στα ουγγρικά - vitatkozás, érvényesíteni, állítják, azt állítják
- διεκπεραίωση στα ουγγρικά - tranzakció, megkötés, kezelés, kezelése, kezelési, kezelését, kezelésre
Τυχαίες λέξεις
Διεκδίκηση στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: követelés, igény, igénypont, állítás, állítást
Μεταφράσεις: követelés, igény, igénypont, állítás, állítást