Διεκδίκηση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: διεκδίκηση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
créditos, postular, reivindicação, alegação, reclamação, afirmação, crédito
Διεκδίκηση στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διεκδίκηση

διεκδίκηση δεδουλευμένων, διεκδίκηση δεδουλευμένων μισθών, διεκδίκηση αμοιβής μηχανικού, διεκδίκηση γερμανικών αποζημιώσεων, διεκδίκηση γυναίκας, διεκδίκηση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διεκδίκηση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • διεθνής στα πορτογαλικά - interno, internacional, internacionais, Internacional de
  • διεισδυτικός στα πορτογαλικά - intrusivo, intruso, intrusiva, intrusive, Incomodativo
  • διεκδικώ στα πορτογαλικά - disputa, créditos, afirme, postular, reivindicação, porfiar, disputar, ...
  • διεκπεραίωση στα πορτογαλικά - manipulação, manuseio, manejo, tratamento, manuseamento
Τυχαίες λέξεις
Διεκδίκηση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: créditos, postular, reivindicação, alegação, reclamação, afirmação, crédito