Διεκδίκηση στα εσθονικά
Μετάφραση: διεκδίκηση, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nõudma, väide, taotlema, nõue, nõudluspunktile, nõude, väite
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διεκδίκηση
διεκδίκηση δεδουλευμένων, διεκδίκηση δεδουλευμένων μισθών, διεκδίκηση αμοιβής μηχανικού, διεκδίκηση γερμανικών αποζημιώσεων, διεκδίκηση γυναίκας, διεκδίκηση λεξικό γλώσσας εσθονικά, διεκδίκηση στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- διεθνής στα εσθονικά - rahvusvaheline, rahvusvahelise, rahvusvaheliste, rahvusvahelist, rahvusvahelisi
- διεισδυτικός στα εσθονικά - läbitungiv, intrusiivne, kohtjuhtimine, Intrusive, pealetükkiv, pealetükkivad
- διεκδικώ στα εσθονικά - taotlema, väide, tõendama, vaidlustama, nõudma, vaidlema, sõnasõda, ...
- διεκπεραίωση στα εσθονικά - tehing, kanne, käsitsemine, käitlemise, käitlemine, käsitsemise, käitlemist
Τυχαίες λέξεις
Διεκδίκηση στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: nõudma, väide, taotlema, nõue, nõudluspunktile, nõude, väite
Μεταφράσεις: nõudma, väide, taotlema, nõue, nõudluspunktile, nõude, väite