Διεκδίκηση στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: διεκδίκηση, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
барање, побарување, тврдење, барањето, тврдат
Διεκδίκηση στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διεκδίκηση

διεκδίκηση δεδουλευμένων, διεκδίκηση δεδουλευμένων μισθών, διεκδίκηση αμοιβής μηχανικού, διεκδίκηση γερμανικών αποζημιώσεων, διεκδίκηση γυναίκας, διεκδίκηση λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, διεκδίκηση στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • διεθνής στα σλαβομακεδονικά - меѓународни, меѓународна, меѓународните, меѓународен, меѓународната
  • διεισδυτικός στα σλαβομακεδονικά - нападни, наметлив, наметливи, наметлива, наметливо
  • διεκδικώ στα σλαβομακεδονικά - бранат, тврдат, наметнат, потврдуваме, наметне
  • διεκπεραίωση στα σλαβομακεδονικά - ракување, ракување со, ракувањето, постапување, справување
Τυχαίες λέξεις
Διεκδίκηση στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: барање, побарување, тврдење, барањето, тврдат