Διεκδίκηση στα ουκρανικά

Μετάφραση: διεκδίκηση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заявка, рекламація, вимога, позов, заявити, заява, запит, запиту
Διεκδίκηση στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διεκδίκηση

διεκδίκηση δεδουλευμένων, διεκδίκηση δεδουλευμένων μισθών, διεκδίκηση αμοιβής μηχανικού, διεκδίκηση γερμανικών αποζημιώσεων, διεκδίκηση γυναίκας, διεκδίκηση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διεκδίκηση στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • διεθνής στα ουκρανικά - міжнародний, міжнародного
  • διεισδυτικός στα ουκρανικά - гостра, гостре, прозорливий, гострий, проникаючий, нав'язливий, Нав`язливий, ...
  • διεκδικώ στα ουκρανικά - сваритися, заявіть, утверджувати, посперечатися, спір, доводити, позов, ...
  • διεκπεραίωση στα ουκρανικά - операція, угода, справа, справу, діло, протоколи, обробка, ...
Τυχαίες λέξεις
Διεκδίκηση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: заявка, рекламація, вимога, позов, заявити, заява, запит, запиту