Διεκδίκηση στα ισλανδικά

Μετάφραση: διεκδίκηση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
krafa, aðkall, kröfu, krafan, tilkall, segjast
Διεκδίκηση στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διεκδίκηση

διεκδίκηση δεδουλευμένων, διεκδίκηση δεδουλευμένων μισθών, διεκδίκηση αμοιβής μηχανικού, διεκδίκηση γερμανικών αποζημιώσεων, διεκδίκηση γυναίκας, διεκδίκηση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, διεκδίκηση στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • διεθνής στα ισλανδικά - alþjóðlegur, alþjóðleg, alþjóðlegt, alþjóðlegum, alþjóðlega
  • διεισδυτικός στα ισλανδικά - uppáþrengjandi, og uppáþrengjandi, ágengar, endurupplifun
  • διεκδικώ στα ισλανδικά - ágreiningur, deila, krafa, aðkall, fullyrða, halda, halda fram, ...
  • διεκπεραίωση στα ισλανδικά - meðhöndlun, meðferð, meðhöndla, umsjón
Τυχαίες λέξεις
Διεκδίκηση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: krafa, aðkall, kröfu, krafan, tilkall, segjast