Ευπάθεια στα δανικά

Μετάφραση: ευπάθεια, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
Sårbarhed, Svaghed, En sårbarhed, En svaghed, Vulnerability
Ευπάθεια στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευπάθεια

ευπάθεια στην κλιματική αλλαγή, ευπάθεια ορισμός, ευπάθεια συνώνυμα, κοινωνική ευπάθεια, ευπάθεια συνώνυμο, ευπάθεια λεξικό γλώσσας δανικά, ευπάθεια στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ευνοώ στα δανικά - favorisere, begunstige, begunstiger, fordel, favoriserer
  • ευοίωνος στα δανικά - lovende, lykkebringende, lykkevarslende, gunstige, gunstig
  • ευπαθής στα δανικά - skrøbelig, skrøbelige, svagelige, svage, skrøbeligt
  • ευπαρουσίαστος στα δανικά - nacn, personable, tiltalende
Τυχαίες λέξεις
Ευπάθεια στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: Sårbarhed, Svaghed, En sårbarhed, En svaghed, Vulnerability