Ευπάθεια στα τούρκικα
Μετάφραση: ευπάθεια, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
Güvenlik Açığı, Açığı, Güvenlik Açığının, Vulnerability
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευπάθεια
ευπάθεια στην κλιματική αλλαγή, ευπάθεια ορισμός, ευπάθεια συνώνυμα, κοινωνική ευπάθεια, ευπάθεια συνώνυμο, ευπάθεια λεξικό γλώσσας τούρκικα, ευπάθεια στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ευνοώ στα τούρκικα - iyilik, lehine, tercih, lehinde, destekleyen
- ευοίωνος στα τούρκικα - hayırlı, uğurlu, hayırlı bir, kutlu, uğurlu bir
- ευπαθής στα τούρκικα - çelimsiz, zayıf, kırılgan, güçsüz, narin
- ευπαρουσίαστος στα τούρκικα - yakışıklı, Cana, yakışıklı bir
Τυχαίες λέξεις
Ευπάθεια στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: Güvenlik Açığı, Açığı, Güvenlik Açığının, Vulnerability
Μεταφράσεις: Güvenlik Açığı, Açığı, Güvenlik Açığının, Vulnerability