Ευπάθεια στα ολλανδικά

Μετάφραση: ευπάθεια, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontvankelijkheid, kwetsbaarheid, de kwetsbaarheid, Beveiligingsprobleem, de kwetsbaarheid van, Vulnerability
Ευπάθεια στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευπάθεια

ευπάθεια στην κλιματική αλλαγή, ευπάθεια ορισμός, ευπάθεια συνώνυμα, κοινωνική ευπάθεια, ευπάθεια συνώνυμο, ευπάθεια λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ευπάθεια στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ευνοώ στα ολλανδικά - gunst, genadigheid, begunstiging, begunstigen, bevorderen, voorkeur, bevoordelen
  • ευοίωνος στα ολλανδικά - veelbelovend, gunstig, gunstige, veelbelovende, auspicious
  • ευπαθής στα ολλανδικά - zwak, teer, zwakke, broos, broze
  • ευπαρουσίαστος στα ολλανδικά - knap, personable, voorkomend, aardig, vriendelijk
Τυχαίες λέξεις
Ευπάθεια στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ontvankelijkheid, kwetsbaarheid, de kwetsbaarheid, Beveiligingsprobleem, de kwetsbaarheid van, Vulnerability