Ευπάθεια στα ισλανδικά

Μετάφραση: ευπάθεια, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Veikleikar, varnarleysi, viðkvæmni, veikleikum, Þjóðhagsvísbendingin
Ευπάθεια στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευπάθεια

ευπάθεια στην κλιματική αλλαγή, ευπάθεια ορισμός, ευπάθεια συνώνυμα, κοινωνική ευπάθεια, ευπάθεια συνώνυμο, ευπάθεια λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ευπάθεια στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • ευνοώ στα ισλανδικά - greiði, náð, favor, greiða, hylli, fylgjandi
  • ευοίωνος στα ισλανδικά - veglega, heillavænlegt
  • ευπαθής στα ισλανδικά - veikburða
  • ευπαρουσίαστος στα ισλανδικά - aðlaðandi
Τυχαίες λέξεις
Ευπάθεια στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: Veikleikar, varnarleysi, viðkvæmni, veikleikum, Þjóðhagsvísbendingin