Ευπάθεια στα λιθουανικά
Μετάφραση: ευπάθεια, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pažeidžiamumas, Luka, pažeidžiamumą, pažeidžiamas, pažeidžiamumo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευπάθεια
ευπάθεια στην κλιματική αλλαγή, ευπάθεια ορισμός, ευπάθεια συνώνυμα, κοινωνική ευπάθεια, ευπάθεια συνώνυμο, ευπάθεια λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ευπάθεια στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ευνοώ στα λιθουανικά - palaikyti, pirmenybė, pirmenybę, naudai, palankiai
- ευοίωνος στα λιθουανικά - laimingas, palankus, Katmandu, sėkmę žadanti, džiuginantys
- ευπαθής στα λιθουανικά - silpnas, silpnų, silpnų žmonių, silpni
- ευπαρουσίαστος στα λιθουανικά - gražus, Przystojny, patrauklia išvaizda, geros išvaizdos, Patraukli
Τυχαίες λέξεις
Ευπάθεια στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pažeidžiamumas, Luka, pažeidžiamumą, pažeidžiamas, pažeidžiamumo
Μεταφράσεις: pažeidžiamumas, Luka, pažeidžiamumą, pažeidžiamas, pažeidžiamumo