Ευπάθεια στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ευπάθεια, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vulnerabilidade, vulnerabilidade de, a Vulnerabilidade, Vulnerability, de Vulnerabilidade
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευπάθεια
ευπάθεια στην κλιματική αλλαγή, ευπάθεια ορισμός, ευπάθεια συνώνυμα, κοινωνική ευπάθεια, ευπάθεια συνώνυμο, ευπάθεια λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ευπάθεια στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ευνοώ στα πορτογαλικά - favorecer, favor, favorito, favorecem, favorece, favorecer a
- ευοίωνος στα πορτογαλικά - auspicioso, auspiciosa, auspicious, auspiciosos, auspiciosas
- ευπαθής στα πορτογαλικά - frágil, frágeis, frágil, fraco, débil
- ευπαρουσίαστος στα πορτογαλικά - apresentável, agradável, gentil, experientes, apessoado
Τυχαίες λέξεις
Ευπάθεια στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: vulnerabilidade, vulnerabilidade de, a Vulnerabilidade, Vulnerability, de Vulnerabilidade
Μεταφράσεις: vulnerabilidade, vulnerabilidade de, a Vulnerabilidade, Vulnerability, de Vulnerabilidade