Ευπάθεια στα νορβηγικά
Μετάφραση: ευπάθεια, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sårbarhet, Et sikkerhetsproblem, sårbarheten, sikkerhetsproblemet i, sårbarhets
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευπάθεια
ευπάθεια στην κλιματική αλλαγή, ευπάθεια ορισμός, ευπάθεια συνώνυμα, κοινωνική ευπάθεια, ευπάθεια συνώνυμο, ευπάθεια λεξικό γλώσσας νορβηγικά, ευπάθεια στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- ευνοώ στα νορβηγικά - tjeneste, velvilje, favorisere, favoriserer, favør, foretrekker, fordel
- ευοίωνος στα νορβηγικά - auspicious, lykkebring, lovende, lykkebringende, lykkelig
- ευπαθής στα νορβηγικά - skrøpelig, skrøpelige, svake, frail, skjøre
- ευπαρουσίαστος στα νορβηγικά - person, personable, omgjengelige, fornøyelig, abel
Τυχαίες λέξεις
Ευπάθεια στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: sårbarhet, Et sikkerhetsproblem, sårbarheten, sikkerhetsproblemet i, sårbarhets
Μεταφράσεις: sårbarhet, Et sikkerhetsproblem, sårbarheten, sikkerhetsproblemet i, sårbarhets