Ευπάθεια στα ιταλικά
Μετάφραση: ευπάθεια, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vulnerabilità, Una vulnerabilità, Vulnerability, della vulnerabilità, vulnerabilità legata
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευπάθεια
ευπάθεια στην κλιματική αλλαγή, ευπάθεια ορισμός, ευπάθεια συνώνυμα, κοινωνική ευπάθεια, ευπάθεια συνώνυμο, ευπάθεια λεξικό γλώσσας ιταλικά, ευπάθεια στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ευνοώ στα ιταλικά - favore, favorire, favorire la, privilegiare, favorirà
- ευοίωνος στα ιταλικά - opportuno, prospero, favorevole, fausto, propizio, buon auspicio, di buon auspicio, ...
- ευπαθής στα ιταλικά - suscettibile, fragile, gracile, fragili, debole, deboli
- ευπαρουσίαστος στα ιταλικά - di bell'aspetto, simpatico, gradevole, personable, affabili
Τυχαίες λέξεις
Ευπάθεια στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: vulnerabilità, Una vulnerabilità, Vulnerability, della vulnerabilità, vulnerabilità legata
Μεταφράσεις: vulnerabilità, Una vulnerabilità, Vulnerability, della vulnerabilità, vulnerabilità legata