Ευπάθεια στα ουγγρικά
Μετάφραση: ευπάθεια, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sebezhetőség, biztonsági rése, biztonsági résének, sérülékenység, Sebezhetőségi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευπάθεια
ευπάθεια στην κλιματική αλλαγή, ευπάθεια ορισμός, ευπάθεια συνώνυμα, κοινωνική ευπάθεια, ευπάθεια συνώνυμο, ευπάθεια λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ευπάθεια στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ευνοώ στα ουγγρικά - kedvez, kedveznek, előnyben, támogatja, előnyben részesítik
- ευοίωνος στα ουγγρικά - kedvező, szerencsés, áldásos, auspicious, kedvezõ
- ευπαθής στα ουγγρικά - képes, hajlamos, törékeny, gyenge, legyengült, esendő, gyenge egészségű
- ευπαρουσίαστος στα ουγγρικά - csinos, külsejű, personable, a csinos, kellemes külsejű
Τυχαίες λέξεις
Ευπάθεια στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: sebezhetőség, biztonsági rése, biztonsági résének, sérülékenység, Sebezhetőségi
Μεταφράσεις: sebezhetőség, biztonsági rése, biztonsági résének, sérülékenység, Sebezhetőségi