Κατήγορος στα δανικά
Μετάφραση: κατήγορος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
anklager, anklageren, anklagers, offentlige anklagers, anklagemyndighed
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατήγορος
δημόσιοσ κατήγοροσ, κατήγορος σημασία, σιωπηλός κατήγορος, κατήγορος του σωκράτη, κατήγορος λεξικό γλώσσας δανικά, κατήγορος στα δανικά
Μεταφράσεις
- κατάχρηση στα δανικά - fornærmelse, fornærme, skælde, misbrug, misbrug bliver, overgreb, misbrug af
- κατέχω στα δανικά - have, besidde, egen, eje, hold, holde, holder, ...
- κατήφεια στα δανικά - dysterhed, mørke, gloom, mørket, tristhed
- κατήφορος στα δανικά - downhill, ned ad bakke, nedad, styrtløb, alpin
Τυχαίες λέξεις
Κατήγορος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: anklager, anklageren, anklagers, offentlige anklagers, anklagemyndighed
Μεταφράσεις: anklager, anklageren, anklagers, offentlige anklagers, anklagemyndighed