Κατήγορος στα ρουμανικά
Μετάφραση: κατήγορος, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
procuror, procurorul, procurorului, de procuror
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατήγορος
δημόσιοσ κατήγοροσ, κατήγορος σημασία, σιωπηλός κατήγορος, κατήγορος του σωκράτη, κατήγορος λεξικό γλώσσας ρουμανικά, κατήγορος στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- κατάχρηση στα ρουμανικά - abuz, încălcării, abuzul, abuzului, abuse
- κατέχω στα ρουμανικά - poseda, ține, deține, mențineți apăsat, mențineți apăsată, avea
- κατήφεια στα ρουμανικά - melancolie, melancolic, beznă, tristețe, jale, întristare, negură
- κατήφορος στα ρουμανικά - pantă, în jos, coborâre, alpin, downhill
Τυχαίες λέξεις
Κατήγορος στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: procuror, procurorul, procurorului, de procuror
Μεταφράσεις: procuror, procurorul, procurorului, de procuror