Κατήγορος στα ολλανδικά

Μετάφραση: κατήγορος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanklager, justitie, van justitie, officier van justitie, openbare aanklager
Κατήγορος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατήγορος

δημόσιοσ κατήγοροσ, κατήγορος σημασία, σιωπηλός κατήγορος, κατήγορος του σωκράτη, κατήγορος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κατήγορος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κατάχρηση στα ολλανδικά - krenken, mishandelen, gescheld, beledigen, misbruiken, affronteren, uitschelden, ...
  • κατέχω στα ολλανδικά - bezitten, eigen, houden, vasthouden, aanhouden, houd, te houden
  • κατήφεια στα ολλανδικά - weemoedig, droefgeestigheid, zwaarmoedig, weemoed, zwaarmoedigheid, melancholiek, melancholie, ...
  • κατήφορος στα ολλανδικά - bergafwaarts, downhill, bergaf, afdaling, naar beneden
Τυχαίες λέξεις
Κατήγορος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aanklager, justitie, van justitie, officier van justitie, openbare aanklager