Κατήγορος στα λιθουανικά

Μετάφραση: κατήγορος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kaltintojas, prokuroras, prokuroro, prokurorui, prokurorė
Κατήγορος στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατήγορος

δημόσιοσ κατήγοροσ, κατήγορος σημασία, σιωπηλός κατήγορος, κατήγορος του σωκράτη, κατήγορος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κατήγορος στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • κατάχρηση στα λιθουανικά - piktnaudžiavimas, piktnaudžiavimą, apie piktnaudžiavimą, piktnaudžiavimo, prievarta
  • κατέχω στα λιθουανικά - laikyti, turėti, surengti, eiti, išlaikyti
  • κατήφεια στα λιθουανικά - niūksoti, dunguotis, rauktis, niūroti, rūškana
  • κατήφορος στα λιθουανικά - žemyn, kalnų, pakalnę, į pakalnę, nuokalnėn
Τυχαίες λέξεις
Κατήγορος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kaltintojas, prokuroras, prokuroro, prokurorui, prokurorė