Κατήγορος στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: κατήγορος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
обвинител, обвинителот, тужител, обвинителка, обвинителство
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατήγορος
δημόσιοσ κατήγοροσ, κατήγορος σημασία, σιωπηλός κατήγορος, κατήγορος του σωκράτη, κατήγορος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, κατήγορος στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- κατάχρηση στα σλαβομακεδονικά - злоупотреба, малтретирање, злоупотреба на, злоупотреби, злоупотребата
- κατέχω στα σλαβομακεδονικά - држете, се одржи, одржи, држете го, имаат
- κατήφεια στα σλαβομακεδονικά - мракот, безнадежност, мрак, ноќе, глуво доба
- κατήφορος στα σλαβομακεδονικά - надолнини, спуст, спуштање, удолнина, по удолнина
Τυχαίες λέξεις
Κατήγορος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: обвинител, обвинителот, тужител, обвинителка, обвинителство
Μεταφράσεις: обвинител, обвинителот, тужител, обвинителка, обвинителство