Κατήγορος στα ιταλικά
Μετάφραση: κατήγορος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
accusatore, procuratore, ministero, pubblico ministero, procura
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατήγορος
δημόσιοσ κατήγοροσ, κατήγορος σημασία, σιωπηλός κατήγορος, κατήγορος του σωκράτη, κατήγορος λεξικό γλώσσας ιταλικά, κατήγορος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- κατάχρηση στα ιταλικά - insulto, maltrattare, abusare, abuso, insultare, abusi, abuso di, ...
- κατέχω στα ιταλικά - possedere, proprio, tenere, contenere, mantenere, detenere, trattenere
- κατήφεια στα ιταλικά - malinconico, oscurità, buio, tristezza, tenebre, penombra
- κατήφορος στα ιταλικά - discesa, in discesa, alpino, downhill, di discesa
Τυχαίες λέξεις
Κατήγορος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: accusatore, procuratore, ministero, pubblico ministero, procura
Μεταφράσεις: accusatore, procuratore, ministero, pubblico ministero, procura