Κατήγορος στα πολωνικά

Μετάφραση: κατήγορος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
oskarżyciel, prokurator, prokuratora, prokuratorem, prokuratura
Κατήγορος στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατήγορος

δημόσιοσ κατήγοροσ, κατήγορος σημασία, σιωπηλός κατήγορος, κατήγορος του σωκράτη, κατήγορος λεξικό γλώσσας πολωνικά, κατήγορος στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • κατάχρηση στα πολωνικά - malwersacja, znieważać, sprzeniewierzenie, obrażać, nadużywać, nadużycie, znęcanie, ...
  • κατέχω στα πολωνικά - własny, przyznawać, przyznać, wyznawać, opętywać, posiadać, posiąść, ...
  • κατήφεια στα πολωνικά - melancholijny, melancholiczny, smutny, rzewność, smętny, melancholia, mrok, ...
  • κατήφορος στα πολωνικά - pochyłość, stok, spadek, w dół, zjazdowe, downhill, zjazd
Τυχαίες λέξεις
Κατήγορος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: oskarżyciel, prokurator, prokuratora, prokuratorem, prokuratura