Κατήγορος στα ρωσικά

Μετάφραση: κατήγορος, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
истец, обвинитель, прокурор, прокурора, Обвинитель, прокурором, прокуратура
Κατήγορος στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατήγορος

δημόσιοσ κατήγοροσ, κατήγορος σημασία, σιωπηλός κατήγορος, κατήγορος του σωκράτη, κατήγορος λεξικό γλώσσας ρωσικά, κατήγορος στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • κατάχρηση στα ρωσικά - хищение, присвоение, хула, растрата, злоупотребить, бранить, поносить, ...
  • κατέχω στα ρωσικά - охватывать, собственный, родной, сохранять, располагать, иметь, владеть, ...
  • κατήφεια στα ρωσικά - тоска, элегичный, мрачный, подавленный, подавленность, элегия, меланхоличный, ...
  • κατήφορος στα ρωσικά - покатость, отвес, скат, откос, спуск, склон, уклон, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατήγορος στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: истец, обвинитель, прокурор, прокурора, Обвинитель, прокурором, прокуратура