Κατήγορος στα σουηδικά
Μετάφραση: κατήγορος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
åklagare, åklagaren, åklagarens, åklagar
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατήγορος
δημόσιοσ κατήγοροσ, κατήγορος σημασία, σιωπηλός κατήγορος, κατήγορος του σωκράτη, κατήγορος λεξικό γλώσσας σουηδικά, κατήγορος στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- κατάχρηση στα σουηδικά - missbruk, smäda, smädelse, ovett, övergrepp, misshandel, missbruket
- κατέχω στα σουηδικά - egen, äga, besitta, håll, hålla, håller, inneha, ...
- κατήφεια στα σουηδικά - vemod, dysterhet, elände, dunklet, svårmod, svårmodet
- κατήφορος στα σουηδικά - utförsåkning, Downhill, nedförsbacke, neråt
Τυχαίες λέξεις
Κατήγορος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: åklagare, åklagaren, åklagarens, åklagar
Μεταφράσεις: åklagare, åklagaren, åklagarens, åklagar