Κατήγορος στα τούρκικα
Μετάφραση: κατήγορος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
davacı, savcı, savcısı, savcının, başsavcısı
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατήγορος
δημόσιοσ κατήγοροσ, κατήγορος σημασία, σιωπηλός κατήγορος, κατήγορος του σωκράτη, κατήγορος λεξικό γλώσσας τούρκικα, κατήγορος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- κατάχρηση στα τούρκικα - taciz, kötüye, istismar, istismarı, kötüye kullanım
- κατέχω στα τούρκικα - kendi, özel, tutmak, tutun, basılı tutun, sahip, tuşunu basılı tutun
- κατήφεια στα τούρκικα - melankoli, kasvet, hüzün, sıkıntı, karanlık, kasveti
- κατήφορος στα τούρκικα - yokuş aşağı, iniş, downhill, yokuş
Τυχαίες λέξεις
Κατήγορος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: davacı, savcı, savcısı, savcının, başsavcısı
Μεταφράσεις: davacı, savcı, savcısı, savcının, başsavcısı