Κατήγορος στα ισλανδικά

Μετάφραση: κατήγορος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
saksóknara, saksóknari, sækjandi, að saksóknari, saksóknarinn
Κατήγορος στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατήγορος

δημόσιοσ κατήγοροσ, κατήγορος σημασία, σιωπηλός κατήγορος, κατήγορος του σωκράτη, κατήγορος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, κατήγορος στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • κατάχρηση στα ισλανδικά - húðskamma, skamma, misnotkun, ofbeldi, misbeiting, misnotkunar, misnota
  • κατέχω στα ισλανδικά - eiginn, eigin, eiga, halda, að halda, haldið, haltu, ...
  • κατήφεια στα ισλανδικά - dimma
  • κατήφορος στα ισλανδικά - brun, bruni, niður, skíðabrekka, skíðabrekka í
Τυχαίες λέξεις
Κατήγορος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: saksóknara, saksóknari, sækjandi, að saksóknari, saksóknarinn