Κατήγορος στα ουκρανικά

Μετάφραση: κατήγορος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обвинувачі, прокурорський, прокурор, прокурора
Κατήγορος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατήγορος

δημόσιοσ κατήγοροσ, κατήγορος σημασία, σιωπηλός κατήγορος, κατήγορος του σωκράτη, κατήγορος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κατήγορος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • κατάχρηση στα ουκρανικά - крадіж, привласнення, надуживати, зловживати, зловживання, розкрадання, розтрата
  • κατέχω στα ουκρανικά - загін, володіти, рідний, власний, тримати, триматиме
  • κατήφεια στα ουκρανικά - меланхолії, морок, темряву, темрява, пітьму, мрак
  • κατήφορος στα ουκρανικά - схил, вниз, униз, донизу, долілиць
Τυχαίες λέξεις
Κατήγορος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: обвинувачі, прокурорський, прокурор, прокурора