Κατήγορος στα εσθονικά
Μετάφραση: κατήγορος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
prokurör, prokuröri, prokurörile, prokurörina, prokuröril
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατήγορος
δημόσιοσ κατήγοροσ, κατήγορος σημασία, σιωπηλός κατήγορος, κατήγορος του σωκράτη, κατήγορος λεξικό γλώσσας εσθονικά, κατήγορος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- κατάχρηση στα εσθονικά - kuritarvitus, solvang, kõrvaldamine, omastamine, solvama, kuritarvitamise, kuritarvitamist, ...
- κατέχω στα εσθονικά - omama, valdama, oma, hoidma, pidama, hoidke, hoidke all
- κατήφεια στα εσθονικά - nukrameelsus, pimedus, süngus, kurbus, süngust, süngusega
- κατήφορος στα εσθονικά - langus, allamäge, langusel, sõitmine, mäest alla, downhill
Τυχαίες λέξεις
Κατήγορος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: prokurör, prokuröri, prokurörile, prokurörina, prokuröril
Μεταφράσεις: prokurör, prokuröri, prokurörile, prokurörina, prokuröril