Καταπίεση στα δανικά

Μετάφραση: καταπίεση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
undertrykkelse, undertrykkelsen
Καταπίεση στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταπίεση

καταπίεση αντώνυμο, καταπίεση ποινικόσ κώδικασ, καταπίεση γονέων, καταπίεση γυναικών, καταπίεση λεξικό, καταπίεση λεξικό γλώσσας δανικά, καταπίεση στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κατανόηση στα δανικά - aftale, kontrakt, overenskomst, forståelse, forståelsen, forstå, opfattelse, ...
  • καταπέλτης στα δανικά - katapult, katapulten, catapult, slangebøsse
  • καταπίνω στα δανικά - svale, sluge, synke, at sluge, sluger, at synke
  • καταπατητής στα δανικά - BZ'er, squatter, besætter, BZ
Τυχαίες λέξεις
Καταπίεση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: undertrykkelse, undertrykkelsen