Καταπίεση στα εσθονικά
Μετάφραση: καταπίεση, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rõhumine, rõhumise, rõhumist, rõhumisest, surve
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταπίεση
καταπίεση αντώνυμο, καταπίεση ποινικόσ κώδικασ, καταπίεση γονέων, καταπίεση γυναικών, καταπίεση λεξικό, καταπίεση λεξικό γλώσσας εσθονικά, καταπίεση στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- κατανόηση στα εσθονικά - mõistmine, hõlmavus, arusaam, mõistev, arusaamine, mõistmist, mõistmise
- καταπέλτης στα εσθονικά - katapult, ragulka, kada, catapult, on ragulka, paiskama
- καταπίνω στα εσθονικά - neelama, neelatama, pääsuke, neelatus, kugistama, neelata, alla neelata, ...
- καταπατητής στα εσθονικά - läbikäija, üleastuja, kodutute, Squatter, Asunnonvaltaaja, kükitrikoo, Riigi riigile mingeid
Τυχαίες λέξεις
Καταπίεση στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: rõhumine, rõhumise, rõhumist, rõhumisest, surve
Μεταφράσεις: rõhumine, rõhumise, rõhumist, rõhumisest, surve